ψηφιστικός
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
German (Pape)
[Seite 1397] zum Rechner, zum Rechnen gehörig, geschickt dazu, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφιστικός: -ή, -όν, λογιστικός, Ἰουστίνου Μάρτ. πρὸς Τρύφωνα Ἰουδ. 85.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ψηφιστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψηφιστή, λογιστικός.