ἀλφιτόμαντις
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A one that divines from barley-meal, Iamb.Myst.3.17, Phryn. PS p.91 B., Poll.7.188, Hsch.
German (Pape)
[Seite 112] ὁ, aus Gerstengraupen prophezeihend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ προφητεύων τὰ μέλλοντα ἐξ ἀλφίτων (χονδροκοπανισμένης κριθῆς) Α. Β. 52, Πολυδ. 7. 188., Ἡσύχ.· πρβλ. ἀλευρόμαντις, ἀλφιτοσκόπος.