ἀποκλάζω

Revision as of 09:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

(A), aor. -έκλαγξα,

   A ring or shout forth, A.Ag.156 (lyr.), AP7.191 (Arch.).
ἀπ-οκλάζω (B),

   A bend one's knees: hence, rest, Ar.Fr.109 (but cf. ἀποκλάω 2).

German (Pape)

[Seite 307] (s. κλάζω), einen Ton von sich geben, klingen, ἀπέκλαγξε τοιάδε Aesch. Ag. 151; Sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκλάζω: μέλλ. -άσω, κλίνω τὰ γόνατά μου, καὶ ἐντεῦθεν, ἀναπαύομαι, ὡς τὸ κάμπτειν γόνυ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 196.
μέλλ. -κλάγξω, κράζω μετὰ βροντώδους φωνῆς ἐν εἴδει κλαγγῆς, τοιάδε Κάλχας… ἀπέκλαγξε Αἰσχύλ. Ἀγ. 156, ἀποκλάγξασα νομεῦσι Ἀνθ. Π. 7. 191.