ἀποκλάζω
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
(A), aor. ἀπέκλαγξα, ring or shout forth, A.Ag.156 (lyr.), AP7.191 (Arch.).
(B), bend one's knees: hence, rest, Ar.Fr.109 (but cf. ἀποκλάω 2).
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἀπέκλαγξεν A.A.156]
clamar τοιάδε Κάλχας ... ἀ. μόρσιμ' A.l.c., cf. AP 7.191.
German (Pape)
[Seite 307] (s. κλάζω), einen Ton von sich geben, klingen, ἀπέκλαγξε τοιάδε Aesch. Ag. 151; Sp. D.
French (Bailly abrégé)
1pousser un cri.
Étymologie: ἀπό, κλάζω.
2ployer le genou.
Étymologie: ἀπό, ὀκλάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκλάζω: (fut. ἀποκλάγξω) кричать, восклицать Aesch., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκλάζω: μέλλ. -άσω, κλίνω τὰ γόνατά μου, καὶ ἐντεῦθεν, ἀναπαύομαι, ὡς τὸ κάμπτειν γόνυ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 196.
μέλλ. -κλάγξω, κράζω μετὰ βροντώδους φωνῆς ἐν εἴδει κλαγγῆς, τοιάδε Κάλχας… ἀπέκλαγξε Αἰσχύλ. Ἀγ. 156, ἀποκλάγξασα νομεῦσι Ἀνθ. Π. 7. 191.
Greek Monolingual
(I)
ἀποκλάζω (Α)
κραυγάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + κλάζω «κράζω»].
(II)
ἀποκλάζω (Α)
κάθομαι οκλαδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + οκλάζω «κάθομαι οκλαδόν»].
Greek Monotonic
ἀποκλάζω: μέλ. -κλάγξω, φωνάζω με βροντερή φωνή, όπως η κλαγγή των όπλων, σε Αισχύλ.