ὁ, (ψώρα)
A scurvy, arising from hunger or bad food, Plb.3.87.2:—later λῑμο-ψώρα, ἡ, Hippiatr.69.
λῑμόψωρος: ὁ, (ψώρα) νόσημά τι τῆς ἐπιδερμίδος, ψώρα προερχομένη ἐκ πείνης ἢ κακῆς τροφῆς, Πολύβ. 3. 87, 2˙ - ἐν Ἱππιατρ. σ. 188, λιμοψώρα, ἡ.