λιμόψωρος
English (LSJ)
ὁ, (ψώρα) scurvy, arising from hunger or bad food, Plb.3.87.2:—later λῑμοψώρα, ἡ, Hippiatr.69.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gale provenant de la faim et de la misère.
Étymologie: λιμός, ψώρα.
German (Pape)
[ῑ], ὁ, Hungerkrätze, die bei Menschen und Vieh aus Mangel od. Schlechtigkeit der Nahrungsmittel entsteht, Pol. 3.87.2. In den Hippiatr. auch ἡ λιμοψώρα.
Russian (Dvoretsky)
λῑμόψωρος: ὁ мед. голодная сыпь (кожное заболевание на почве голодания) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
λῑμόψωρος: ὁ, (ψώρα) νόσημά τι τῆς ἐπιδερμίδος, ψώρα προερχομένη ἐκ πείνης ἢ κακῆς τροφῆς, Πολύβ. 3. 87, 2· - ἐν Ἱππιατρ. σ. 188, λιμοψώρα, ἡ.
Greek Monolingual
λιμόψωρος, ὁ (Α)
είδος ψώρας τών ανθρώπων και τών ζώων που οφείλεται σε πείνα ή σε κακή διατροφή («καὶ τοῖς ἀνδράσιν ὁ λεγόμενος λιμόψωρος καὶ τοιαύτη καχεξία», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -ψωρος (< ψώρα), πρβλ. μελάμψωρος].
Greek Monotonic
λῑμόψωρος: ὁ (ψώρα), νόσημα του δέρματος, σκορβούτο, ψώρα προερχόμενη από πείνα ή κακή τροφή, σε Πολύβ.