φαβοκτόνος
English (LSJ)
ὁ, (φάψ)
A dove killer, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1249] Tauben tödtend, Taubentödter, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰβοκτόνος: ὁ, (φὰψ) ὁ φονεύων περιστεράς, Ἡσύχ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
ὁ, (φάψ)
A dove killer, Hsch.
[Seite 1249] Tauben tödtend, Taubentödter, Hesych.
φᾰβοκτόνος: ὁ, (φὰψ) ὁ φονεύων περιστεράς, Ἡσύχ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ.