ατος, τό,
A = ἀνάκλασις, τοῦ ῥυθμοῦ Jul.Ep.186.
[Seite 192] τό, das Anrufen, Anheben des Gesanges, Iambl.
ἀνάκλημα: -ατος, τό, = ἀνάκλησις, πρὸς τὸ ἀνάκλημα τοῦ ῥυθμοῦ συνομαρτοῦντες, πρὸς τὸ ἀνάκρουσμα, Ἰουλιαν. 421Β.