ον,
A musical, Nicom.Harm.2, al. Adv. -δως ibid.
ἔνῳδος: ον ἢ ἐνῳδός, όν, ὁ ἐνέχων ᾠδήν, μουσικός, Νικομ. Ἁρμ. 5 κ. ἀλλ. ‒ Ἐπίρρ. ἐνῴδως ἢ -δῶς, αὐτόθι.