ἄπληγος

Revision as of 09:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ον, (πληγή)

   A not smitten with disease, etc., PMag.Par. 1.1063.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπληγος: -ον, (πληγὴ) ὁ μὴ πλησσόμενος, ὁ προπεφυλαγμένος ἐκ κτυπημάτων, «ὁ πνεύμων ὥσπερ στρῶμα ἁπαλόν… ἄπληγον αὐτήν (τὴν καρδίαν) διατηρεῖ καὶ ἀβλαβῆ» Μελέτιος ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 41. ― Ἐπίρρ. -γως Ἀχμ. Ὀνειρ. 251.