ον,
A hard to comprehend, D.S.1.3, Ph.2.216, M.Ant.5.10.
[Seite 682] schwer zu begreifen; M. Anton. 5, 10; D. Sic. 1, 3.
δυσκατάληπτος: -ον, δυσνόητος, Διόδ. 1. 3, Μ. Ἀντων. 5. 10· - δυσκαταληψία, ἡ, Τζέτζ.