ον,
A always green, Euph. 133; used of κάππαρις, Dsc.2.173.
[Seite 41] immer grün, Euphor. frg. 64.
ἀείχλωρος: -ον, = ἀειθαλής, Εὐφορ. Ἀποσπ. 64.