ἀειθαλής Search Google

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀειθᾰλής Medium diacritics: ἀειθαλής Low diacritics: αειθαλής Capitals: ΑΕΙΘΑΛΗΣ
Transliteration A: aeithalḗs Transliteration B: aeithalēs Transliteration C: aeithalis Beta Code: a)eiqalh/s

English (LSJ)

ἀειθαλές, evergreen, AP7.195 (Mel.), 12.256 (Mel.); δένδρα Chor.p.87 B.: metaph., ever-blooming, Χάριτες Orph.H.60.5; νέος (of Γάμος personified) Men.Rh.p.404S.; τὸ ἀειθαλὲς τῶν φύλλων Dsc.4.88.

Spanish (DGE)

(ἀειθᾰλής) -ές
• Alolema(s): ἀϊθᾰλής [ᾱῐ-] Orph.H.8.13, lat. aitales Ps.Apul.Herb.124.11
I 1siempre verde, perenne, perennifolio, γήτειον AP 7.195 (Mel.), ἔρνος ἐλαίης AP 12.256 (Mel.), ὕλη Str.14.5.5, δένδρα Chor.Or.1.32, Gp.11.1
subst. τὸ ἀειθαλές = perennidad ἀείζῳον μέγα ... διὰ τὸ ἀειθαλὲς τῶν φύλλων Dsc.4.88, στέφεται δ' ἐλαίᾳ διὰ τὸ ἀειθαλές Corn.ND 9.
2 fig. siempre floreciente, en la flor de la juventud Χάριτες Orph.H.60.5, Ζεύς Orph.H.8.13, νέος Men.Rh.404
en lit. crist. eternamente nuevo de las palabras de Cristo, Gr.Naz.M.35.733A
subst. τὸ ἀειθαλές Clem.Al.Paed.1.12.98
perenne, eterno de un fuego siempre encendido IEphesos 1063.2 (II d.C.).
II bot. τὸ ἀειθαλές = siempreviva mayor, Sempervivum tectorum L. Cyran.4.23.1, 4.39.12, Ps.Apul.l.c.

German (Pape)

[Seite 39] immer grün, Mel. 2 (XII, 256); Nic. Ih. 564, u. a. sp. D. – Nic. Th. 538 hat auch ἀειθάλλουσα, was getrennt zu schreiben.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
toujours vert ; fig. toujours jeune.
Étymologie: ἀεί, θάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀειθαλής -ές ἀεί, θάλλω altijd groen; overdr. altijd jong. Plut. Per. 13.5.

Russian (Dvoretsky)

ἀειθᾰλής:
1 вечно цветущий, вечнозеленый (δάφνη Plut.; γήτειον Anth.);
2 неувядаемый, бессмертный (πνεῦμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀειθᾰλής: -ές, ὁ πάντοτε θάλλων, Ἀνθ. Π. 7. 195, 12. 256· μεταφ. ὁ ἀείποτε ζωηρός, ἀκμαῖος, Χάριτες, Ὀρφ. Ὕ. 60. 5· τὸ ἀειθαλὲς τῶν φύλλων, Διοσκ. 4. 88.

Greek Monotonic

ἀειθᾰλής: -ές (θάλλω), αυτός που είναι πάντοτε ανθηρός, συνέχεια ανθισμένος, ακμαίος, σε Ανθ.

Middle Liddell

θάλλω
ever-green, Anth.

Translations