δυσδιακόμιστος
English (LSJ)
ον,
A hard to carry through, Hsch.
German (Pape)
[Seite 677] schwer durchzubringen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιακόμιστος: -ον, δυσκόλως διακομιζόμενος, Ἡσύχ.
ον,
A hard to carry through, Hsch.
[Seite 677] schwer durchzubringen, Hesych.
δυσδιακόμιστος: -ον, δυσκόλως διακομιζόμενος, Ἡσύχ.