δυσδιακόμιστος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
δυσδιακόμιστον, hard to carry through, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de llevar φορτίον Cyr.Al.M.70.453A, Inc.Unigen.680c
•fig. difícil de soportar δυσαχθὲς καὶ δ. ... τὸ χρῆμα Cyr.Al.M.68.936B.
2 subst. τὸ δ. dificultad de atravesar o traspasar c. gen. subjet. τὸ δ. τῆς πληγῆς la difícil penetración del golpe Sch.Er.Il.11.234c.
German (Pape)
[Seite 677] schwer durchzubringen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιακόμιστος: -ον, δυσκόλως διακομιζόμενος, Ἡσύχ.