ἑκτέος

Revision as of 09:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

α, ον, (ἔχω)

   A to be held, Ar.Ach.259.    II ἑκτέον, one must have, χάριν τινί X.Mem.3.11.2 ; πρόνοιαν Aen.Tact.Praef.3 ; πλέον ἑ., = πλεονεκτητέον, Pl.Grg.490c.    2 one must behave, comport oneself, πρὸς τοὺς κινδύνους εὐρώστως Iamb.VP30.173.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἔχω, ὃν πρέπει νὰ ἔχῃ τις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 259. ΙΙ. ἑκτέον, δεῖ ἔχειν, χάριν τινὶ Πλάτ. Γοργ. 490C, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 2. Καθ’ Ἡσύχ. «ἑκτέον· ληπτέον».