χαλκοπρόσωπος

Revision as of 09:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernem, eisernem Gesicht, unverschämt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον χαλκοῦν, ἀναιδής, ἀδιάντροπος, ἡμῖν ἔθος πολλάκις τοὺς ἐρυθριᾶν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῖν Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 225, 34.