χαλκοπρόσωπος
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
German (Pape)
[Seite 1331] mit ehernem, eisernem Gesicht, unverschämt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον χαλκοῦν, ἀναιδής, ἀδιάντροπος, ἡμῖν ἔθος πολλάκις τοὺς ἐρυθριᾶν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῖν Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 225, 34.
Greek Monolingual
-ον, Α
μτφ. αναιδής, αδιάντροπος («ἡμῖν ἔθος πολλάκις τοὺς ἐρυθριᾱν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῖν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αἰγο-πρόσωπος, μακρο-πρόσωπος.