ἱερακίσκος
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ἱέραξ, Ar.Av.1112.
German (Pape)
[Seite 1240] ὁ, dim. von ἱέραξ, Ar. Av. 1112.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἱέραξ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1112.
ὁ, Dim. of ἱέραξ, Ar.Av.1112.
[Seite 1240] ὁ, dim. von ἱέραξ, Ar. Av. 1112.
ἱερᾱκίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἱέραξ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1112.