ἱέραξ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
[ῐ], ἱέρᾱκος, ὁ, Ion. and Ep. ἴρηξ [ῑ], ἱέρηκος (the longer form first in Alcm. 28, E.Andr.1141, Ps.-Orac. ap. Ar.Eq.1052), Dor. ἱάραξ:—
A hawk, falcon, sparrowhawk, ἴρηξ ὠκύπτερος Il.13.62, cf. 819, Od.13.86, Hes.Op.212, Hdt.2.65, Arist.HA620a17; sacred to Apollo, Ar.Av.516.
II a kind of fish, Epich.68 (in Dor. form ἱάραξ), Epaenet. ap. Ath.7.329a.
III name for a grade of initiates in Mithras-worship, Porph.Abst.4.16.
IV name of a bandage, Sor.Fasc.12.
German (Pape)
[Seite 1240] ακος, ion. ἱέρηξ, ep. ἵρηξ, ein Raubvogel, Habicht oder Falke, vgl. Arist. H. A. 9, 36; ὠκύπτερος, Il. 13, 62, ὠκύς, 16, 582, vgl. 13, 819; ὠκυπέτης, Hes. O. 210; Eur. Andr. 1142; Ar. Equ. 1052; Plat. vrbdt τὰ τῶν ἱεράκων καὶ ἰκτίνων γένη, Phaed. 82 a. – Bei Ath. VIII, 356 a ein Meerfisch. – Nach E. M. ist der Vogel von der Schnelligkeit seines Fluges benannt, ἀπὸ τοῦ ἵεσθαι ῥᾷον, nach Anderen von ἱερός, weil er wie alle einzeln fliegenden Vögel, οἰωνοί, ein heiliger Vogel war, dessen Flug die Vogelschauer beobachteten u. deuteten.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
faucon, épervier, oiseau.
Étymologie: DELG pê ἵεμαι s'élancer.
Russian (Dvoretsky)
ἱέραξ: ᾱκος (ῐ), эп.-ион. ἴρηξ, ηκος (ῑ) ὁ ястреб или сокол Hom., Hes. etc.; его эпитеты у Hom.: ὠκύπτερος «быстрокрылый», ὤκιστος πετεηνῶν «быстрейший из птиц», φασσοφόνος «уничтожающий голубей».
Greek (Liddell-Scott)
ἱέρᾱξ: -ᾱκος, ὁ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἵρηξ, ηκος, (ὁ μακρότερος τύπος πρῶτον παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 16, Εὐρ. Ἀνδρ. 1141, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1052): ― ἱέραξ, κοιν. «γέρακας» καὶ «γεράκι», ὠκύπτερος ἵρηξ Ἰλ. Ν. 62, πρβλ. 819· ὤκιστος πετεηνῶν Ο. 237· ἐλαφρότατος πετεηνῶν Ν. 86· πρβλ. κίρκος, φασσοφόνος, καὶ περὶ ἄλλων εἰδῶν ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36· ὡς πτηνὸν ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 516. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Ἐπίχ. 45 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ ἱάραξ), Ἀθήν. 356Α. (Ἴδε ἐν λ. ἱερός).
Spanish
halcón, falcón, rapaz, azor, gavilán, hierático, propio de los sacerdotes
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ ἱέραξ, -ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ)
το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. είδος ψαριού
2. ονομασία αξιώματος τών μυημένων στη λατρεία του Μίθρα
3. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἱέραξ είναι υστερογενής. Ο ομηρ. τ. είναι ἴρηξ και παρ' όλο που στον Όμηρο δεν απαντά με F-, η γλώσσα του Ησύχ. βείρακες
ἱέρακες οδηγεί σε αρχικό τ. Fῑράξ με F και επίθημα -ᾱκ-, το οποίο είναι συχνό σε ονομασίες ζώων (πρβλ. βάρβαξ). Υπέθεσαν επίσης ότι ο πρωταρχικός τ. ήταν Fῑρος και συνδεόταν με το (F)ίεμαι «ορμώ» (άρα Fῖρος = ορμητικός). Για τον σχηματισμό του υστερογενούς τ. ἱέραξ είναι πιθανή η παρετυμολογική επίδραση του ἱερός. Η λ., εκτός από το γνωστό πτηνό, δήλωνε αργότερα και ένα είδος ψαριού. Από το ἱέραξ προήλθε, μέσω του υποκορ. ἱεράκιον, το νεοελλ. γεράκι.
ΠΑΡ. ιερακάριος, ιεράκιο(ν)
αρχ.
ιερακείον, ιεράκειος, ιερακία, ιερακιάς, ιερακίδιον, ιερακίζω, ιερακίσκος, ιερακίτης, ιερακώδης
μσν.-νεοελλ. ιερακιδεύς.
ΣΥΝΘ. ιερακοειδής, ιερακοτρόφος
αρχ.
ιερακοβοσκός, ιερακοκτόνος, ιερακόμορφος, ιερακοπόδιον, ιερακοπρόσωπος, ιερακοτάφος
μσν.
ιερακοκόμματος
νεοελλ.
ιερακοκέφαλος, ιερακοσόφιο(ν)].
Greek Monotonic
ἱέραξ: -ᾱκος, Ιων. και Επικ. ἵρηξ, -ηκος, ὁ, γεράκι, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: hawk, falcon; also fish-name (Epich. 68; Strömberg Fischnamen 1 13f. high-flyer).
Other forms: -ακος (Alcm. 28, E., Ar., Arist.), ἴρηξ, -ηκος (ep. Ion. Il.)
Compounds: Rarely in compp., e. g. ἱερακοβοσκός = falconer (pap.).
Derivatives: Dimin. ἱερακίσκος (Ar.); ἱερακίδιον, -άδιον statuette of a hawk (Delos IIa; on the meaning Chantraine Formation 70), ἱερακεῖον hawk-temple (pap. IIa), ἱερακιδεύς young hawk (Eust.; like ἀετ-ιδεύς a. o.; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 78f.); ἱερακάριος = falconer (Cod. Cat. Astr.); ἱερακίτης name of a stone, from the colour (Plin., Gal.; Redard Les noms grecs en -της 55), ἱεράκιον, also -ία, -ιάς, -ῖτις plant-name, hawk-weed, Hieracium (Ps.-Dsc.; on the unclear motivation Strömberg Pflanzennamen 118). - ἱεράκειος, -ώδης hawk-like (late).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1123] *uei- more quickly
Etymology: Though ἴρηξ in Hom. shows no digamma (Chantraine Gramm. hom. 1, 156), the H.-glosse βείρακες ἱέρακες (with βειράκη ἡ ἁρπακτική) shows an orig. *Ϝιραξ with -ακ- as in several animals names. One starts from an adj. (noun) *Ϝιρος, perhaps related to (Ϝ)ίεμαι (Ebel KZ 4, 164f.). The sec. Form ἱέραξ from folketymology after ἱερός. - Solmsen Unt. 148f., Bechtel Lex. s. ἴρηξ; more in Bq. - Possible but uncertain; the suffix -ακ- could point to Pre-Greek origin.
Frisk Etymology German
ἱέραξ: -ακος (Alkm. 28, E., Ar., Arist. u. a.),
{hiérāks}
Forms: ἴρηξ, -ηκος (ep. ion. seit Il.)
Grammar: m.
Meaning: Habicht, Falke, übertr. als Fischname (Epich. 68 u. a.; nach Strömberg Fischnamen 1 13f. wahrscheinlich Hochflieger).
Composita : Vereinzelt in Kompp., z. B. ἱερακοβοσκός Falkner (Pap. u. a.).
Derivative: Mehrere Ableitungen: Deminutivum ἱερακίσκος (Ar.); ἱερακίδιον, -άδιον Statuette eines Habichts (Delos IIa; zur Bedeutung Chantraine Formation 70), ἱερακεῖον Habichttempel (Pap. IIa), ἱερακιδεύς junger Habicht (Eust.; wie ἀετιδεύς u. a.; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 78f.); ἱερακάριος Falkner (Cod. Cat. Astr. u. a.); ἱερακίτης N. eines Steins, von der Farbe (Plin., Gal. u. a.; Redard Les noms grecs en -της 55), ἱεράκιον, auch -ία, -ιάς, -ῖτις Pflanzenname, Habichtkraut, Hieracium (Ps.-Dsk. u. a.; zum unklaren Benennungsmotiv Strömberg Pflanzennamen 118). — ἱεράκειος, -ώδης habichtähnlich (spät).
Etymology : Obwohl ἴρηξ bei Hom. kein Digamma aufweist (Chantraine Gramm. hom. 1, 156), ergibt die H.-glosse βείρακες· ἱέρακες (wozu βειράκη· ἡ ἁρπακτική) ein urspr. *ϝιραξ mit suffixalem -ακ- wie in zahlreichen anderen Tiernamen. Auszugehen ist von einem Adj. (Nomen) *ϝιρος, das sich ungesucht zu (ϝ)ίεμαι sich vorwärts bewegen gesellt (Ebel KZ 4, 164f.). Die sekundäre Form ἱέραξ beruht auf Volksetymologie nach ἱερός. — Solmsen Unt. 148f., Bechtel Lex. s. ἴρηξ; weitere Lit. bei Bq und WP. 1, 229.
Page 1,712
Léxico de magia
ὁ hierático, propio de los sacerdotes de cierta clase de papiro λαβὼν χάρτην ἱερατικὸν γράψον τὰ προκείμενα ὀνόματα ζμυρνομέλανι Ἑρμαϊκῷ toma un rollo de papiro hierático y escribe los nombres descritos con tinta de Hermes P I 233 P II 61 P III 178 P IV 2363 P V 304 γράψον τὸν λόγον εἰς χάρτην ἱερατικόν escribe la fórmula en un papiro hierático P V 382 λαβὼν χάρτην ἱερατικὸν γράψον εἰς αὐτὸν ζμυρνομέλανι καὶ αἵματι κυνοκεφάλου toma un papiro hierático y escribe en él con tinta de mirra y sangre de papión P XIII 315 ἐπιγραφόμενον (φυλακτήριον) ἐπὶ χρυσέου πετάλου ἢ ἀργυρέου ἢ κασσιτερίνου ἢ εἰς ἱερατικὸν χάρτην amuleto que se graba en una hoja de oro, de plata, de estaño o en un rollo de papiro hierático P VII 581 λαβὼν χαρτίον ἱερατικὸν ἐπίγραφε toma una hoja de papiro hierático y escribe P VII 969 καταγράφεται ... τὸ δὲ τοῦ ἱερατικοῦ αἵματι ἐγχέλεως, ῷ συμμίσγεται ἀκακία la hoja de papiro hierático se pinta con sangre de anguila, a la que se mezcla acacia P IV 2105 λαβὼν ἱερατικὸν κόλλημα γράψον ἐπ' αὐτοῦ τῷ σοι μηνυθησομένῳ μέλανι τὸ ζῴδιον τὸ μηνυθησόμενον toma una hoja de papiro hierático y dibuja, con la tinta que se te va a explicar, la figura que se te indicará P IV 2068 λαβὼν ἱερατικὸν κόλλημα φόρει περὶ τὸν δεξιὸν βραχίονά σου, ἐν ᾧ ἐπιθύσεις toma una hoja de papiro hierático y llévalo alrededor del brazo derecho mientras realizas la ofrenda P IV 2512 εἰς ἱερατικὸν κόλλημα γράψας τὸ ὄνομα φόρει escribe el nombre en una hoja de papiro y llévalo P XIII 253 εἰς πιττάκιον ἱερατικὸν γράφε τὰ ὀνόματα ταῦτα en un tablilla hierática escribe estos nombres P IV 3142 P VII 412 τοῦτο γράφεις εἰς ἱερατικὸν βιβλίον escribes esto en una hoja de papiro hierático P XIc 1 εἰς τομίον ἱερατικὸν γράψας ζμύρνῃ escribe en un trozo de papiro hierático con mirra P XIXb 5 de una clase de kifi ἐπίθυμα τῆς πράξεως· ... κατανάγκης βοτάνης... κῦφι ἱερατικόν ofrenda de la práctica: planta de arveja, kifi hierático P IV 1314 ἐπιθύων ἐπ' ἀνθράκων δρυίνων κοῖφι ἱερατικόν ofrece sobre carbones de encina kifi hierático P VII 538
Translations
hawk
Afrikaans: hawik; Ainu: タカ; Albanian: skifter, gjeraqinë; Arabic: صَقْر, بَاز; Egyptian Arabic: صقر; Armenian: բազե; Assamese: শেন চৰাই, চিলনী; Asturian: ferre palomberu; Bashkir: ҡарсыға; Belarusian: я́страб; Breton: gwalc’h; Bulgarian: я́стреб; Catalan: falcó; aligot; Cebuano: banog; Cherokee: ᏔᏬᏗ; Cheyenne: aénohe; Chinese Mandarin: 鷹, 鹰; Min Dong: 老鷂; Crimean Tatar: atmaca, qırğıy; Czech: jestřáb; Danish: høg; Dutch: havik; Esperanto: akcipitro; Estonian: haugas; Even: гякан; Faroese: heykur; Finnish: haukka; French: buse; Georgian: შევარდენი; German: Habicht; Greek: γεράκι; Ancient Greek: ἱέραξ, κίρκος, πέρκος, τριόρχης; Greenlandic: kissavik; Hausa: shaho; Hebrew: נֵץ; Higaonon: banog; Hindi: श्येन, बाज़; Hungarian: héja; Icelandic: haukur; Ido: falkono; Indonesian: rajawali; Irish: seabhac; Italian: falco, sparviero, sparviere; Japanese: 鷹, タカ; Karachay Balkar: къыртчыгъа, картчыгъа; Kazakh: қаршыға; Khakas: хартыға; Korean: 매; Latgalian: vonogs; Latin: accipiter, astur; Latvian: vanags; Lithuanian: vanagas; Livvi: haukku; Low German: Haavk, Hoovk, Haav, Hoov, Haavke; Macedonian: јастреб; Malay: rajawali; Manx: shawk; Maori: kāhu; Nanai: гихон; Negidal: ге̄хин; Nivkh: ӈайс; Nogai: каршыга; Norwegian Bokmål: hauk; Nynorsk: hauk; Ojibwe: gekek; Old English: hafoc; Pali: sena; Persian: باز, شاهین, قوش; Phoenician: 𐤑𐤑; Plautdietsch: Hofkje; Polabian: ofkă; Polish: jastrząb; Portuguese: gavião; Quechua: waman; Romanian: uliu; Russian: я́стреб; S'gaw Karen: လံာ်; Sanskrit: श्येन; Saterland Frisian: Hauk; Scottish Gaelic: clamhan, seabhag; Serbo-Croatian Cyrillic: јастреб; Roman: jastreb; Shona: rukodzi; Shor: қартыға; Sindhi: باز; Slovak: jastrab; Slovene: jastreb; Sorbian Lower Sorbian: jastśeb; Upper Sorbian: jatřob; Southern Altai: карчага; Spanish: rapaz, azor, gavilán; Swahili: kipanga; Swedish: hök; Tagalog: lawin; Tamil: பருந்து; Taos: tòkeną; Tatar: карчыга; Tausug: sambulaan; Telugu: డేగ, శ్యేనము; Thai: เหยี่ยว; Turkish: atmaca; Turkmen: gyrgy; Tuvan: хартыга; Ukrainian: я́струб; Uzbek: qarchiray; Veps: habuk; Vietnamese: chim ưng, diều hâu; Volapük: hauk; Votic: haukka; Welsh: gwalch, hebog, hebogau; West Frisian: hauk; Westrobothnian: hauk, spänning; Yakut: кыырт, хардааччы; Yiddish: פֿאַלק, האַביכט; Zazaki: bāze; Zulu: uhele
falcon
Albanian: skifter, fajkua, petrit; Arabic: صَقْر, شَاهِين; Egyptian Arabic: صقر; Hijazi Arabic: صقر; Armenian: բազե; Assamese: চিলনী, শেন চৰাই; Asturian: falcón; Avar: лачен; Azerbaijani: qızılquş, laçın; Bashkir: ыласын; Basque: belatz handi; Belarusian: сокал; Breton: falc'hun; Bulgarian: сокол; Catalan: falcó; Central Atlas Tamazight: ⴰⴼⴰⵍⴽⵓ; Chechen: леча; Chinese Mandarin: 隼; Chukchi: рэвыԓьын; Czech: sokol; Danish: falk; Daur: shogoo, showoo; Dutch: valk; Esperanto: falko; Estonian: pistrik; Ewe: aʋako; Faroese: falkur, smyril, fálkur; Finnish: jalohaukka; French: faucon; Friulian: falcuç; Galician: falcón; Georgian: შავარდენი, ბაზი, ფალკონი; German: Falke; Greek: γεράκι; Ancient Greek: ἱέραξ, κίρκος; Hebrew: בז; Hindi: बाज़, बाज, श्येन; Hungarian: sólyom; Icelandic: fálki; Ido: falkono; Indonesian: alap-alap; Ingush: лаьча; Irish: fabhcún; Italian: falco, falcone; Japanese: 隼, ハヤブサ; Kazakh: сұңқар; Khitan: 𘬥𘲼𘯺; Korean: 매, 송골매; Kurdish Kyrgyz: шумкар, ылаачын; Sorani: شاھین, باز; Ladin: falcon; Latin: falco; Latvian: lielais piekūns; Lithuanian: sakalas keleivis; Low German: Falk; Luxembourgish: Fallek; Macedonian: сокол; Malay: falkon; Maltese: falkun; Manchu: ᡧᠣᠩᡴᠣᠨ; Maori: kāeaea, kārearea; Middle English: faucoun; Mongolian: шонхор; Nahuatl: cuauhtohtli; Navajo: giní; Nivkh: тʼолхаскр; Norwegian Bokmål: falk; Nynorsk: falk; Occitan: moisset, falcon; Pali: sena; Persian: شاهین, باز, قوش; Polish: sokół; Portuguese: falcão; Quechua: waman; Romani: falkono; Romanian: șoim; Romansch: falcun; Russian: сокол; Sangisari: قوش; Sanskrit: श्येन; Sardinian: àcchili piscadrixi, tilibriu, astori perdighinu; Scottish Gaelic: seabhag; Serbo-Croatian Cyrillic: соко, сокол; Roman: soko, sokol; Slovak: sokol; Slovene: sokol; Sorbian Lower Sorbian: sokoł; Upper Sorbian: sokoł; Southern Altai: шоҥкор; Spanish: halcón, falcón; Swedish: falk; Tagalog: palkon; Telugu: డేగ; Turkish: doğan, gökdoğan; Ukrainian: сокіл; Urdu: باز; Vietnamese: cắt; Volapük: falok; Walloon: fåcon; Welsh: hebog, gwalch, gwalchod; West Frisian: falk; Zazaki: baz