ον,
A elaborately wrought, Sch.D Il.3.358.
[Seite 664] mühsam od. sorgfältig bearbeitet, Gramm.
πολῠκατασκεύαστος: -ον, ὁ μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας κατεσκευασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 358.