πολυκατασκεύαστος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκατασκεύαστος Medium diacritics: πολυκατασκεύαστος Low diacritics: πολυκατασκεύαστος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: polykataskeúastos Transliteration B: polykataskeuastos Transliteration C: polykataskeyastos Beta Code: polukataskeu/astos

English (LSJ)

πολυκατασκεύαστον, elaborately wrought, Sch.D Il.3.358.

German (Pape)

[Seite 664] mühsam od. sorgfältig bearbeitet, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκατασκεύαστος: -ον, ὁ μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας κατεσκευασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 358.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει κατασκευαστεί με μεγάλη επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κατασκευαστός (< κατασκευάζω), πρβλ. νεοκατασκεύαστος].