ἐμπόρφυρος
English (LSJ)
ον,
A inclining to purple, Dsc.3.100, Orib.Syn.2.56.17, Cat.Cod.Astr.8(4).251.
German (Pape)
[Seite 817] etwas purpurn, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπόρφῠρος: -ον, = κλίνων πρὸς τὸ πορφυροῦν χρῶμα, ὑποπόρφυρος, Διοσκ. 3. 114.