παραυλίζω
English (LSJ)
A lie near, παραυλίζουσα πέτρα . . Μακραῖς E.Ion493 (lyr.) :—Med., π. οἱ δορυφόροι τοῖς βασιλείοις Ath.5.189e.
German (Pape)
[Seite 505] daneben hausen od. wohnen, im med. παραυλίζομαι, neben παρακοιμᾶσθαι, Ath. IV, 189 e. – Ueberh. daneben gelegen sein, πέτρα παραυλίζουσα, Eur. Ion 493.
Greek (Liddell-Scott)
παραυλίζω: κεῖμαι πλησίον, παραυλίζουσα πέτρα ... Μάκραις Εὐρ. Ἴων 493·- Μέσ., π. οἱ δορυφόροι τοῖς βασιλείοις Ἀθήν. 189Ε.