ον, poet. for ὠφέλιμος, Call.Ap.94, Orph.A.469, Opp. H.3.429.
[Seite 425] poet. = ὠφέλιμος, nützlich; Orph. Arg. 471; Opp. Hal. 3, 429.
ὀφέλσῐμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ὠφέλιμος, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 94, Ὀρφ. Ἀργ. 467, Ὀππ. Ἀλ. 3. 429.