ἐξερευνάω
English (LSJ)
(later ἐξερευν-έραυν- LXXPs.118(119).2, al.),
A search out, examine, S.OT258, El.1100; τὰ περὶ τὴν πόλιν Aen.Tact.28.4; λογισμὸς τὰς αἰτίας ἐ. Epicur.Ep.3p.64U.; τὰς προσόδους Plb.14.1.13, cf. LXX l.c., al.; τὰ πρόσφορ' ἤν πως ἐξερευνήσας λάβω E.Hel.429:—Med., D.C.52.6; τόπους Plb.9.5.8, cf. 18.21.1.