Pass.,
A to be put under restraint, Hsch. s.v. παραλούς.
[Seite 487] (s. ἁλίσκομαι), dabei-, mitgefangen werden, Hesych.
παρᾰλίσκομαι: Παθητ., συλλαμβάνομαι πλησίον, «παραλούς· παρακρατηθείς, συσχεθεὶς» Ἡσύχ.