νυμφότιμος
English (LSJ)
ον,
A honouring the bride: μέλος ν. bridal song, A.Ag.705 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
νυμφότῑμος: -ον, ὁ τὴν νύμφην τιμῶν, μέλος ν., τὸ γαμήλιον ᾆσμα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 705.
ον,
A honouring the bride: μέλος ν. bridal song, A.Ag.705 (lyr.).
νυμφότῑμος: -ον, ὁ τὴν νύμφην τιμῶν, μέλος ν., τὸ γαμήλιον ᾆσμα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 705.