νυμφότιμος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφότῑμος Medium diacritics: νυμφότιμος Low diacritics: νυμφότιμος Capitals: ΝΥΜΦΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: nymphótimos Transliteration B: nymphotimos Transliteration C: nymfotimos Beta Code: numfo/timos

English (LSJ)

νυμφότιμον, honouring the bride: μέλος ν. bridal song, A.Ag.705 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est ou se fait en l'honneur d'une jeune mariée.
Étymologie: νύμφη, τιμή.

German (Pape)

[ῑ], die Braut ehrend, μέλος, Aesch. Ag. 688; Wellauer schreibt νυμφοτῖμος.

Russian (Dvoretsky)

νυμφότῑμος: славящий невесту, раздающийся в честь невесты (μέλος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νυμφότῑμος: -ον, ὁ τὴν νύμφην τιμῶν, μέλος ν., τὸ γαμήλιον ᾆσμα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 705.

Greek Monolingual

νυμφότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμά τη νύφη ή που γίνεται προς τιμή της νύφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -τιμος (< τιμή), πρβλ. θεότιμος].

Greek Monotonic

νυμφότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που αποδίδει τιμές στη νύφη· μέλος νυμφότιμον, γαμήλιο τραγούδι, υμέναιος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νυμφό-τῑμος, ον, τιμή
honouring the bride: μέλος ν. the bridal song, Aesch.