verb. Adj. of ἄνειμι,
A one must return, ὅθεν ἐξέβημεν D.H. Lys.13.
ἀνιτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἄνειμι, δεῖ ἀνιέναι, πρέπει τις νὰ ἐπανέλθῃ, ἀνιτέον δὲ ὅθεν ἐξέβημεν εἰς ταῦτα Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 13.