[ᾰρ], ατος, τό,
A = σύντριμμα, Hp. ap. Gal.19.98.
[Seite 871] τό, das Herausgeschlagene, der Splitter, Galen.
ἐξάραγμα: τό, «σύντριμμα» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 466.