ἐξάραγμα

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάραγμα Medium diacritics: ἐξάραγμα Low diacritics: εξάραγμα Capitals: ΕΞΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: exáragma Transliteration B: exaragma Transliteration C: eksaragma Beta Code: e)ca/ragma

English (LSJ)

[ᾰρ], ατος, τό, = σύντριμμα, Hp. ap. Gal.19.98.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. fractura, rotura Hp. en Gal.19.98, Ruf.Interrog.60.

German (Pape)

[Seite 871] τό, das Herausgeschlagene, der Splitter, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάραγμα: τό, «σύντριμμα» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 466.

Greek Monolingual

ἐξάραγμα, το (Α) εξαράσσω
αυτό που προήλθε από θραύση, το θραύσμα, το σύντριμμα.