παντοειδής
German (Pape)
[Seite 464] ές, von aller Art, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντοειδής: -ές, παντὸς εἴδους, Οἰκουμέν. εἰς Ἀποκ., ἔκδ. Cramer σ. 240, 8.
[Seite 464] ές, von aller Art, Sp.
παντοειδής: -ές, παντὸς εἴδους, Οἰκουμέν. εἰς Ἀποκ., ἔκδ. Cramer σ. 240, 8.