ἀπηγόρημα

Revision as of 09:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

ατος, τό

   A defence, opp. κατηγόρημα, Pl.Lg.765b.

German (Pape)

[Seite 290] τό, Verthe idigung, Ggstz κατηγόρημα Plat. Legg. VI, 765 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηγόρημα: τό, ὑπεράσπισις, ἔχον ὡς ἀντίθετον τό κατηγόρημα, Πλάτ. Νόμ. 765B.