διαχόω

Revision as of 09:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A bank up: διαχοῦν τὸ χῶμα complete the mound, Hdt.8.97.    2 block with a mole, πορθμόν Str.9.1.13, cf. 7.4.7.

German (Pape)

[Seite 613] einen Damm durchführen; χῶμα ἐς Σαλαμῖνα διαχοῖν Her. 8, 97; Strab. 5, 4, 6 öfter.

Greek (Liddell-Scott)

διαχόω: παλαιὸς τύπος ἀντὶ τοῦ διαχώννυμι (ὃ ἴδε), διαχοῦν τὸ χῶμα, συμπληροῦν τὴν ἐπισώρευσιν τοῦ χώματος, Ἡρόδ. 8. 97. 2) διὰ χώματος ἀποχωρίζω ἢ ὀχυρῶ, Στράβ. 245.