πολείδιον

Revision as of 09:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

or ποκο-ίδιον, τό, Dim. of πόλις, Str.8.3.15,9.2.32, 10.1.5, EM147.22.

German (Pape)

[Seite 653] τό, dim. von πόλις, E. M 147, 16; u. so schreibt Kramer Strab. 8, 3, 15. 9, 2, 32 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πολείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πόλις, Ἐτυμ. Μέγ. 147. 22 παρὰ Στράβ. 344, 412, 446 (ὀρθότ.) πολίδιον· τρίτος δὲ τύπος πολύδριον ἐν Α. Β. 857, Ἡσύχ. ἐν λ. πολίχνια, ἴδε Λοβεκ. Παθολ. 394.