πολίδιον
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
v. πολείδιον.
German (Pape)
[Seite 655] τό, dim. von πόλις, Städtchen, s. πολείδιον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite ville.
Étymologie: πόλις.
Greek (Liddell-Scott)
πολίδιον: ἴδε πολείδιον.· ― πολίεθρον, ἴδε πτολίεθρον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. πολείδιον.