κατοικητήριον
English (LSJ)
τό,
A dwellingplace, abode, LXX Ex.12.20; κ. θεοῦ, δαιμονίων, Ep.Eph.2.22, Apoc. 18.2.
German (Pape)
[Seite 1402] τό, Wohnort, Aufenthaltsort, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.