ου, ὁ,
A caught in the net, Lyc.237.
[Seite 48] ὁ, im Netz gefangen, πορκέων, Lycophr. 237.
λῐναγρέτης: -ου, ὁ, ὁ συλληφθεὶς ἐν τῷ δικτύῳ, Λυκόφρ. 237. ΙΙ. ἁλιεύς, Φιλῆς σ. 240.