ἡ,
A place of refuge, Plu.Demetr.46 (pl.).
[Seite 600] ἡ, Ausflucht, Zufluchtsort, πραγμάτων πολλὰς ἐξωθουμένῳ περιφυγὰς καὶ ἀναχωρήσεις ἐχόντων, Plut. Demetr. 46.
περιφῠγή: ἡ, τόπος καταφυγῆς, Πλουτ. Δημήτρ. 46.