διφορέω
English (LSJ)
A to bear double, esp. of fruit, Thphr.CP1.14.1. II Pass., to be spelt or pronounced in two ways, Hdn.Gr.2.543, EM197. 51, al. III διφορούμενος δυλλογισμός syllogism with an identical proposition as premise, Stoic.2.87, al.
Greek (Liddell-Scott)
δῐφορέω: καρποφορῶ δὶς τοῦ ἔτους, εἶμαι δίφορος, δικαρπέω, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 14, 1. ΙΙ. παθ., γράφομαι ἢ προφέρομαι κατὰ δύο τρόπους, Ἐτυμ. Μ. 197. 51.