δίφορος
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
English (LSJ)
δίφορον,
A bearing fruit twice in the year, Ar. Ec.708, Pherecr.97, Antiph.198, Thphr. HP 1.14.1.
2 bearing two kinds of fruit, Ph.2.369.
II metaph., paying twice over, of Ephorus, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 bífero, que produce fruto dos veces al año συκῆ Ar.Ec.708, Antiph.196, cf. Pherecr.103, Thphr.HP 1.14.1, CP 5.1.6, μῆλα PCair.Zen.33.13 (III a.C.), τὸν ἀμπελῶνα μὴ κατασπείρειν δίφορον Ph.2.369.
2 que paga dos veces juego de palabras sobre el n. de Ἔφορος Plu.2.839a, Hsch.
German (Pape)
[Seite 645] zweimal Frucht bringend; συκῆ Ar. Eccl. 708; Antiphan. Ath . III, 77 d; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
δίφορος: дважды в год приносящий плоды (συκῆ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
δίφορος: -ον, καρποφορῶν δὶς τοῦ ἔτους, Λατ. biferus, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 708, Φερεκρ. Κραπ. 11, Ἀντιφ. Σκληρ. 1, πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 541.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίφορος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο, δίκαρπος
νεοελλ.
1. (για καρπούς) αυτός που προέρχεται από τη δεύτερη καρποφορία του δέντρου
2. (για τους μεταξοσκώληκες) εκείνος που αναπαράγεται δύο φορές τον χρόνο
αρχ.
1. όποιος έχει δύο ειδών καρπούς
2. εκείνος που καταβάλλει δύο φορές μισθό.