ξενάλια: τά, = ξένια, φιλικὰ δῶρα, Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμανόν, 72, 16, Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 461, 9., 491, 6.