ξενάλια

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξενάλια: τά, = ξένια, φιλικὰ δῶρα, Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμανόν, 72, 16, Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 461, 9., 491, 6.

Greek Monolingual

ξενάλια τὰ (Μ)
φιλικά δώρα προς ξένους («δοὺς αὐτῷ καὶ πρὸς ἀμφότερους ξενάλια τὰ ἁρμόζοντα», Κ. Πορφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. -άλιος (πρβλ. νηφάλιος, φυτάλιος)].