ἔγκλισις

Revision as of 09:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A inclination, ἔ. λαβεῖν, of the earth, D.L.2.9, cf. Pl.Amat.132b; of the ecliptic (ὁ λοξὸς κύκλος), Arist.GC336b4; of ground, ἔ. ἔχειν πρὸς ἕω Id.Pol.1330a39; εἰς νότον Porph.Antr. 26; ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς εἰς τὰ δεξιά Arist.Phgn.808a13; ἐ. σχημάτων τριγώνων Onos.10.28(pl.); ἐ. δορατίου, in signalling, Id.26.1.    2 the inclination or slope, as of a wave, κατὰ τὴν ἔ. σκιασθῆναι Arist.Col. 792a22.    3 Medic., displacement, Hp.Fract.39 (pl.): generally, ὄγκων cj. in Epicur.Ep.1p.14U.    4 modulation of a singer's voice, D.Chr.32.49.    5 failure, defeat, PMag.Par.1.2445.    II in Gramm.,    1 mood of a verb, D.H.Comp.6, D.T.638.7, A.D. Synt.248.14, etc.    2 throwing back of the accent, Id.Pron.8.7, al.; change of acute to grave accent, Id.Adv.169.23.    3 inflexion, Simp.in Cat.65.8, Dexipp.in Cat.33.8: generally, of derivative forms, Simp.in Cat.37.11.

German (Pape)

[Seite 708] ἡ, das Hinneigen, Beugen, Plut. – Die Neigung, von der geographischen Lage, πρὸς ἕω τὴν ἔγκλισιν ἔχουσαι πόλεις Arist. polit. 7, 11; Plut. – Bei den Grammatikern sowohl die Inklination des Tones (s. ἐγκλίνειν), als die Modi des Verbums, D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκλῐσις: -εως, ἡ, κλίσις, ἔγκλ. λαβεῖν, περὶ τῆς γῆς, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 9· περὶ τῆς ἐκλειπτικῆς (ὁ λοξὸς κύκλος), Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 10, 6· ἐπὶ ἐδάφους ἔχοντος κλίσιν, ἔγκλισιν ἔχειν πρὸς ἔω ὁ αὐτ. Πολιτικ. 7. 11, 2· ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς εἰς τὰ δεξιὰ ὁ αὐτ. Φυσιογν. 3. 9. 2) ἡ κλίσιςκατωφέρεια, οἷον ἐπὶ κύματος, κατὰ τὴν ἔγκλ. σκιασθῆναι ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 2, 4. 3) ἐπὶ ἰατρικῆς ἐννοίας, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776. ΙΙ. παρὰ γραμμ., 1) ἡ ἔγκλισις ῥήματος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6, κτλ. 2) ἡ ἔγκλισις τοῦ τόνου, Λατ. inclinatio, Εὐστ. 1351. 47.