κῑονίτης: -ου, ὁ, = στηλίτης, Εὐσταθ. Πονημάτ. 190. 2., 191. 40. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὅμοιος πρὸς κίονα, αὐτόθι 111. 74.