διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
κῑονίτης: -ου, ὁ, = στηλίτης, Εὐσταθ. Πονημάτ. 190. 2., 191. 40. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὅμοιος πρὸς κίονα, αὐτόθι 111. 74.
κιονίτης, ὁ (Μ) κίων1. αυτός που μοιάζει με στύλο, κιονοειδής2. αυτός που κατοικεί σε στύλο.