ἁλιβαφής

Revision as of 09:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A = ἁλίβαπτος, πολύδονα σώμαθ' ἁλιβαφῆ restored in A.Pers.275 (lyr.) for ἁλίδονα σώματα πολυβαφῆ.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιβᾰφής: -ές, = ἁλίβαπτος, πολύδονα σώμαθ᾿ ἁλιβαφῆ, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 275 (λυρ.), ἀντὶ ἁλίδονα σώμ. πολυβαφῆ.