διάδεσμος
English (LSJ)
ὁ,
A connecting band, Hp.Nat.Puer.14; bandage, Aret.CA1.9; ligature, διαδέσμοις σφίγγων τὰ ἄκρα Philum. ap. Aët.9.12.
Greek (Liddell-Scott)
διάδεσμος: ὁ, δεσμός, Ἱππ. 237. 12.
ὁ,
A connecting band, Hp.Nat.Puer.14; bandage, Aret.CA1.9; ligature, διαδέσμοις σφίγγων τὰ ἄκρα Philum. ap. Aët.9.12.
διάδεσμος: ὁ, δεσμός, Ἱππ. 237. 12.