ἄδαιτος
English (LSJ)
ον, (δαίνυμαι)
A of which none might eat, θυσία A Ag.151.
German (Pape)
[Seite 31] θυσία, nicht zu essen, Aesch. Ag. 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδαιτος: -ον, (δαίνυμαι) ὁ μὴ ὢν κατάλληλος εἰς βρῶσιν, θυσία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 151.